αλλεργικός

αλλεργικός
uczuleniowy przym.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλεργικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αλλεργία 2. αυτός που έχει χαρακτήρα ασυμβίβαστο προς κάτι, αυτός που αισθάνεται αποστροφή, αηδία για κάτι 3. ως ουσ. αυτός που εμφανίζει συμπτώματα αλλεργίας σε κάποια ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλεργία + κατάλ. ικός*, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • αλλεργικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αλλεργία: Τα φαινόμενα που παρουσιάζει ο άρρωστος είναι μάλλον αλλεργικής φύσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”